αποκτηνωτικός

αποκτηνωτικός
-ή, -ό
αυτός που οδηγεί σε αποκτήνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκτηνώ (-ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”